- σταλαγμόμετρο
- το, Νφυσ. συσκευή με τη βοήθεια τής οποίας γίνεται απαρίθμηση τών σταγόνων που εκρέουν από έναν τριχοειδή σωλήνα, για τη διεξαγωγή ορισμένων υπολογισμών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stalagmometer (< σταλαγμός + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.