σταλαγμόμετρο

σταλαγμόμετρο
το, Ν
φυσ. συσκευή με τη βοήθεια τής οποίας γίνεται απαρίθμηση τών σταγόνων που εκρέουν από έναν τριχοειδή σωλήνα, για τη διεξαγωγή ορισμένων υπολογισμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stalagmometer (< σταλαγμός + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”